Αν ήθελες κάτι να μου πεις θα μου το έλεγες
αν ήθελες κάτι να μου πεις
δεν θα με ξεχνούσες αυτές τις όμορφες μέρες του αποχωρισμού
αν ήθελες κάτι να μου πεις
θα μου φώναζες «βαρέθηκα να παίζω κρυφτό»
μα εσύ προτίμησες να διατάξεις την αυταπάτη σου σε ένα χαμένο παιχνίδι καταξιωμένων φευγάτων κόσμων
προτίμησες να γυρίσεις εκεί που ξεκίνησες
προτίμησες να βρεθείς στο τέρμα της αρχής και να δημιουργήσεις ένα νέο τέλος
εσύ,
αν ήθελες κάτι να μου πεις
δεν θα σώπαινες μέσα στο μυαλό μου
επιτρέποντας σε ξένες φωνές να εισχωρήσουν
αν ήθελες κάτι να μου πεις, θα μιλούσες και στους έξω
αλήθεια είναι
θα μιλούσες και σε αυτούς
πιο καθαρά απ’ ότι τους αφήνεις να νιώσουν
αν ήθελες κάτι να μου πεις
θα το χες πει ήδη
το μονό που θυμάμαι από σένα
είναι πως εκείνη την μέρα μου χες φωνάξει θα γυρίσω
για να τρέξουμε μαζί ως το νέο ταξίδι με μια Ιθάκη
γιατί, τελικά, καταλάβαμε η Ιθάκη τι σημαίνει, σωστά;
σωστά!
αν ήθελες κάτι να μου πεις δεν θα μου χάριζες το πιο κρύο σου ανέκδοτο
θα έπαιζες με εκείνα τα παιδικά παιχνίδια μας
όπως τότε, σαν το ξημέρωμα της νύχτας που δεν τελείωσε πότε
αν ήθελες κάτι να μου πεις,
δεν θα πίστευες σε εκείνο το ψέμα που σου πούλησαν και θέλησες να φύγεις
αν ήθελες κάτι να μου πεις θα τραγουδούσες
δεν θα 'λεγες πως σου έμαθαν να σαι χαμελαίον
αφομοιώνεις την προσωπικότητα των άλλων
Ψέματα!
αν ήθελες κάτι να μου πεις, θα το ‘λεγες
αν μιλούσες θα μπορούσες να τους πεις πως είμαι η αλήθεια σου
και εσύ η δική μου
αν ήθελες κάτι να πεις, θα μιλαγες φωνάζοντας πως είμαστε αλήθεια
πως δεν γινόμαστε
άπλα αυτό μας βγαίνει
αν ήθελες κάτι να μου πεις θα καταλάβαινες πως εγώ είμαι εγώ
και εσύ είσαι στο εγώ μου
αν ήθελες κάτι να μου πεις δεν θα σώπαινες
αν ήθελες κάτι να τους πεις δεν θα σώπαινες
μα η σιωπή σου
δημιούργησε την δική μου
και έτσι πάντα σαν ένα εσύ οδηγείς εμένα,
εγώ οδηγώ εσένα
Όταν θες κάτι να πεις , μάθε να το λες
παψε σαν φυγάς, μέρος ξεχασμένης πτυχής να υπάρχεις
Οι πόλοι ενός μαγνήτη έλκουν
άλλα όχι ο ένας των άλλων.
Τελικά, ακόμα, και αν ήθελες κάτι να πεις το κράτησες
και αυτό, ίσως, δεν είναι πάντα για καλό μας
ίσως, και να 'ναι
Ανεξάρτητες και εξαρτημένες περιπτώσεις.

Αν θέλησες κάτι να μου πεις θα το ούρλιαζες
Έτσι, είναι!
Πότε δεν είναι αργά
αν θέλεις κάτι να μου πεις μίλα!
ο χρόνος τελείωσε!

...

Ημερομηνία Πρώτης Γραφής : _/01/2014







( Ιστορία λίγο "φανταστική" ... δώσεις πραγματικότητας
στιγμές που όλοι μπορεί να βιώσουμε κάποια μέρα στην ζωή μας

 Ξένος,
 λόγια που υποθηκών από τον ίδιο
ίσως, "κρότος"
"χτύπημα κοινωνίας" )


(Είχε γραφτεί σαν μέρος προσπάθειας...
Ημερομηνία Πρώτης Γραφής:  _ / 11/2013)


Τον  είδα,
περπατούσε πλάι μου
ήταν τόσο σκεφτικός σαν κάτι να τον βασάνιζε
σαν κάτι να του φώναζε ΕΙΣΑΙ ΞΕΝΟΣ.
Κατέβηκε την Πατησίων
έψαχνε, συνέχεια έψαχνε
δεν γνώριζε αν έπρεπε να τους βρει
Τι ήταν αυτό που έπρεπε να βρει δεν μου το ‘πε
Ύστερα ανέβηκε την Πανεπιστημίου,
έφτασε στο Σύνταγμα
Ήθελε να φύγει,
ήθελε να ηρεμήσει, να μείνει μόνος του και ας μην ήτανε μόνος του ποτέ
Μπήκε στο τραμ
έκατσε σε μια γωνία
Δεν κοίταζε κανέναν
μα ένιωθε χιλιάδες μάτια να τον κοιτάνε
να τον καρφώνουν
να τον δείχνουν, να τον περιγελούν
ήταν τόσο διαφορετικός
τόσο αδύναμος, φοβόταν
Άκουσε γέλια,
«Μαζί μου γελάνε» μου φώναξε
σαν σοβαρός κλόουν
Εγώ τον άκουσα,
Δεν τον άκουσε κανείς άλλος
Η ώρα περνούσε,
στο μυαλό του όλα στροβιλίζονταν
γύριζαν, μπερδεύονταν αναμεταξύ τους,
Τι να πρώτο ξεκαθαρίσει;
Μια γριά μπήκε στο τραμ, ζητούσε ελεημοσύνη
στάθηκε δίπλα του,
αυτός ούτε που την κοίταξε
μόνο τα λόγια της έφταναν σαν μήνυμα ασυρματιστή στον «κόσμο» του,
δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς δεν ήταν σε θέση
αδιαφόρησε
επιφανειακά αδιαφόρησε,
μα η σκέψη του γέμισε με, ακόμη, μεγαλύτερη οδύνη
η γριά τον έβρισε,
του μίλησε χυδαία, τον έβρισε, τον καταράστηκε
Αυτός ούτε βλεφαρό δεν κούνησε,
(για αυτόν ήταν εκείνη την στιγμή μια άξεστη γριά)
το ίδιο και εγώ, ήμασταν μαζί
αυτός οδηγούσε.
Μετά από κάποια λεπτά
χάθηκε, η φωνή της χάθηκε και αυτή το ίδιο,
μπορεί να κατέβηκε
μπορεί και όχι, απλά να αποφάσισε να σωπάσει
Σκέψεις, εικόνες, φώτα
είχε κιόλας νυχτώσει
Κοίταζε έξω, κανέναν άλλο
Μου χαμογέλασε τόσο μουντά, τόσο άχρωμα
ψέματα του φώναξα, δεν χαμογελάς
και ας μου χαμογελούσε
ήξερε, ήξερα
Ξαφνικά τον είδα να σηκώνεται,
σηκώθηκα και εγώ
Κοίταζε την θάλασσα
αποφάσισε να κατέβουμε
Είχε τόση ψύχρα εκείνη την μέρα
και κόσμο πολύ, Θυμάμαι
μα δεν δώσαμε σημασία
Περπατούσαμε
νιώθοντας την θάλασσα να μας καλεί
άκου
αυτό κάναμε
κάτσαμε σε μία γωνία δίπλα της
τόση γαλήνη
Για μια στιγμή έβγαλε το σημειωματάριο μας
Έγραψε μια φράση «Φεύγω …»
και ύστερα τον είδα να στέκεται,
να περπατά, να βουτά
να χάνεται στο βυθό της
Ήταν Ο ΙΔΙΟΣ μου Ο ΕΑΥΤΟΣ
Δεν τον ήθελαν, ήταν ξένος
μα και αυτός που έμεινα πάλι ξένος τους θυμίζει
Από τότε ταξιδεύω στις θάλασσες όταν θέλω να τον δω
ξέρω
θα ‘ναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζομαι,
‘Έγινε αερικό με φανταστικά φτερά
Ήμασταν δύο ξένοι,
έμεινα ένας
στην θάλασσα αυτός στην στεριά εγώ