" Παλιάτσος " ...





Ένας Αταλάντευτος ταξιδευτής
της τέχνης,
τι ζητά στο χώρο της πολιτευόμενης αμνησίας;
Ένας παλιάτσος με ζωγραφιστό χαμόγελο
Τι ζητά πλάι στα φανταχτερά Ενδύματα Μεταξένιων προσώπων,
που σε κάθε γέλιο τους κρύβεται η θλίψη των Αδύναμων;
και εκείνος!
ο Ακροβάτης! ο ταξιδευτής! ο φυγάς!
Τι ζητά στο βόλεμα του Ιστού μιας αράχνης;
Τη Δόξα;
Τη Δύναμη;
Τη φήμη;
Την Αναγνώριση;
Ή, μήπως, μια παλάμη ανοιχτή;
για να του θυμίζει
τα δίχτυα της στασιμότητας,
του τίποτα το τίποτα,
και του κάτι το μεγαλείο
Όχι! Ζητά! Ζητά να δει κατάματα
τη Δυστυχία του,
πρόκληση της Ίδιας της πορείας του
Τον Εκμεταλλευτή του από το βάρβαρο συναφή
των νεκρών συνειδήσεων,
που η προσφορά
ξεψυχισμένων σωμάτων
στο βωμό του κέρδους

και της κυριαρχίας
φαντάζει ανΙδιοτελής Αναγκαιότητα!
Ίσως, και όχι!
να μην ζητά μόνο αυτό …
Ίσως, και κάτι άλλο!
Κάτι Μεγάλο,
που γεννιέται μέσα από την ζωηρή ρυτίδα
στο φαινομενικά κενό πρόσωπο του.

Οι βιοτεχνίες ΟΝείρων,
έτυμες να στήσουν το μέλλον,
Δεν πέθαναν Ακόμη.


Ημερομηνία Γραφής: 16 / 12/ 2012 





Στάσου, πάλι τι σε έπιασε;

Και στάζεις κραυγαλέο μίσος για τους αδύναμους και δήθεν εκμεταλλευτές …
Πως μας μπερδεύουν;
Τι το πέρασες; Καλύτερος;
Βασιλιάς της φύσης ; Ισχυρός;
Ανίσχυρος δεν φάνηκες ποτέ…

Ένας ξεμωραμένος θάνατος
που θέλησε να τους βρει όλους
 
Ένα μισός που γέμισε την πιο αγνή καρδιά μονό και μόνο γιατί
ήθελε να γεμίσει τον κόσμο
γεμάτο όμοιους
στρατιώτες του τίποτα, φανταράκια μηχανών
τι γίνεται;
πως καταλαβαίνεις ότι ακόμα και εσύ μια μαριονέτα είσαι !;!
Δεν καταλαβαίνεις πως και εσύ μαριονέτα είσαι;
Σε γράφουν, σε αλλάζουν , σε διαμορφώνουν , σε χτενίζουν,
σε γεμίζουν με ψεγάδια και ατέλειωτες θεωρίες
Κέρδος
Απίστευτο
Όμοιος σου κανένας ή κάποιος …

Παιδί της «φύσης», χάρης αυτήν υπάρχεις,
χάρης τους δημιουργούς

Γελάω,
γιατί νομίζεις ότι είσαι καλύτερος
Πότε δεν ήσουν καλύτερος από κανέναν
και πότε δεν ήσουν χειρότερος από τους άλλους
Πάρ’ το χαμπάρι, κατάλαβε το

Μην χτυπάς ότι δεν σε πλήγωσε πότε
γιατί όταν σε πληγώσει αυτό
εσύ θα χάσεις ακόμα και την τελευταία καρδιά που έκρυβε η «ψυχή» σου
Γιατί τότε η εκδίκηση του

Θα γδυθεί
Θα αρρωστήσει,
μα θα σε κυριέψει καταστρέφοντας  τα σωθικά σου
το δηλητήριο της οχιάς που δημιούργησες!

Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν, για να καταλάβει κάποιος πως είχε φτάσει σε σημείο ολοκληρωτικής αποκριάτικης στάσης για να τον γα…μήσουν 
οι μασκαρεμένοι, φίλοι του;
Όχι, πολλά, ίσως, ακόμη, περισσότερα…
Εξαρτάται …

Φεύγεις ε;
δεν αντέχεις να ακούς όσα έχουν να σου πουν; πάντα αυτό κανείς
Χτυπάς τους αδύναμους
ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΑΣΑΙ
Φοβάσαι
γι αυτό τα βάζεις με τα μυγάκια, και τα θηρία που πέφτουν εύκολα
με ύπουλα μέσα,
Σε εσένα μιλάω , σε εσένα
που πράττεις την καταστροφή, ύπουλα
Ξύπνα
η οργή των Θεών 
την δύναμη θα την δώσει στο αγνό πλάσμα που
εσύ προσπάθησες σαν «φίδι» να τους κανείς να το δουν
μονό και μονό
επειδή δεν ήθελες να αποκαλούν εσένα έτσι

θα πάψει να σου δίνεται, να σου χαρίζεται

Θα σου προσποιείται αγάπη
και εσύ θα το πιστεύεις
Θα το ερωτευτείς
Θα το ποθείς
Θα το αγκαλιάζεις
Θα το φιλάς γιατί θα 'ναι έτσι όπως θέλησες να το χτίσεις   

Θα μετανιώσεις,
μα τότε ο χρόνος θα πει δεν σε ξέρω …
Έκαψα

Κοίτα και εγώ σε αισθάνομαι,
όμως, να! Ξέρεις;
Πόσο γελοίος μου φαίνεσαι
Δεν φταίω …
Έπραξες και θα λάβεις τα αποτελέσματα
Θάνατος δεν ήσουν;
Φίδι δεν ήθελες να πλάσεις;
Γι αυτό δεν το πλήγωνες ;
ε; γι αυτό
Τι μου λες τώρα;
Έρωτας! Σου ντύθηκα έρωτας, δεν σου αρέσω;
Σου ντύθηκα «ψευτιά», δεν σου αρέσω;
Σου λικνιστικά; Με τα πιο ωραία αρώματα, δεν σου αρέσω
Πονάω, δεν σου αρέσω;
Έπαψα να σ’ αγαπώ,
γι αυτό σου φωνάζω σ’ αγαπώ … δεν σου αρέσω;

Εσύ δεν ήθελες να παίξεις ; ε; πες μου, εσύ δεν ήθελες; Που πας;
εσύ; Δεν ήθελες ;
ε; με θες ε;
Τώρα με θες! Όταν πέθαινα με πετούσες
όταν, όμως, ψέμα σου πούλησα το ένιωσες; ναι ε;
γι αυτό με έθαβες; Τι το πέρασες κηπουρός; Έσκαβες λάκκους ναρκοθαυτη ;
Μια ζωή ιδία ιστορία,
εγώωωω
ΣΥΝΉΘΙΣΑ πια … δεν σου αρέσω;
ε; πες μου αφού έγινα έτσι όπως με θέλησες; Ακόμα και παλιάτσος το έπαιξα,
δεν σου αρέσω;
Με έφτιαξες όμορφα; Χρησιμοποίησες όλα τα μέσα για να με αλλάξεις,
έπαιξες και με μαγνήτες!;! Φώναξες και τους μάγους!; 
ε; δεν σου αρέσω;
ντύθηκα κορόιδο... δεν σου αρέσω;

Με ποιο Δικαίωμα!!! Πες μου με ποιο Δικαίωμα !!!

… που πας δεν σου αρέσω;
Πονάω ! κλαίω!  Κακιάζω ! Σκύλα γίνομαι! Και ένα γλυκό κοριτσάκι που σε κοιτά!
 Με εκμεταλλεύονται ! Εκμεταλλεύομαι! Ανταγωνίζομαι;!
Σου δίνομαι … Δεν με θες
Συγγνώμη,
άλλα δεν πρόκειται να ντυθώ ψέματα για πάρτη σου ξανά

 Θες άλλη* όχι εμένα, πήγαινε να την βρεις ,

εποχές υπάρχουν κι άλλες, *κοινωνία
ντύσου θάνατος και γι αυτήν …

Τώρα που σε κέρδισα δεν σε θέλω,
γιατί πότε δεν με θέλησες σαν είναι…

Αυτό ήθελα,
να ΕΡΩΤΕΥΤΕΙΣ αυτό που δημιούργησες
και αυτό να σε ΠΕΤΑΞΕΙ

Γιατί πότε δεν το αποδέχτηκε, σαν αυτό που θελε ή ήταν…
ΑΥΤΟ ΉΘΕΛΑ …

να ΕΡΩΤΕΥΤΕΙΣ αυτό που δημιούργησες 
και αυτό να σε ΠΕΤΑΞΕΙ 


Αφού με θες…
Φύγε; Γιατί δεν φεύγεις; Τι περιμένεις;
Εξεράγει η αλήθεια…

(Εξέραγει μια αλήθεια )

Με θες;


(Ημερομηνία Πρώτης Γραφής: _/ 05/ 2014)




Αν ήθελες κάτι να μου πεις θα μου το έλεγες
αν ήθελες κάτι να μου πεις
δεν θα με ξεχνούσες αυτές τις όμορφες μέρες του αποχωρισμού
αν ήθελες κάτι να μου πεις
θα μου φώναζες «βαρέθηκα να παίζω κρυφτό»
μα εσύ προτίμησες να διατάξεις την αυταπάτη σου σε ένα χαμένο παιχνίδι καταξιωμένων φευγάτων κόσμων
προτίμησες να γυρίσεις εκεί που ξεκίνησες
προτίμησες να βρεθείς στο τέρμα της αρχής και να δημιουργήσεις ένα νέο τέλος
εσύ,
αν ήθελες κάτι να μου πεις
δεν θα σώπαινες μέσα στο μυαλό μου
επιτρέποντας σε ξένες φωνές να εισχωρήσουν
αν ήθελες κάτι να μου πεις, θα μιλούσες και στους έξω
αλήθεια είναι
θα μιλούσες και σε αυτούς
πιο καθαρά απ’ ότι τους αφήνεις να νιώσουν
αν ήθελες κάτι να μου πεις
θα το χες πει ήδη
το μονό που θυμάμαι από σένα
είναι πως εκείνη την μέρα μου χες φωνάξει θα γυρίσω
για να τρέξουμε μαζί ως το νέο ταξίδι με μια Ιθάκη
γιατί, τελικά, καταλάβαμε η Ιθάκη τι σημαίνει, σωστά;
σωστά!
αν ήθελες κάτι να μου πεις δεν θα μου χάριζες το πιο κρύο σου ανέκδοτο
θα έπαιζες με εκείνα τα παιδικά παιχνίδια μας
όπως τότε, σαν το ξημέρωμα της νύχτας που δεν τελείωσε πότε
αν ήθελες κάτι να μου πεις,
δεν θα πίστευες σε εκείνο το ψέμα που σου πούλησαν και θέλησες να φύγεις
αν ήθελες κάτι να μου πεις θα τραγουδούσες
δεν θα 'λεγες πως σου έμαθαν να σαι χαμελαίον
αφομοιώνεις την προσωπικότητα των άλλων
Ψέματα!
αν ήθελες κάτι να μου πεις, θα το ‘λεγες
αν μιλούσες θα μπορούσες να τους πεις πως είμαι η αλήθεια σου
και εσύ η δική μου
αν ήθελες κάτι να πεις, θα μιλαγες φωνάζοντας πως είμαστε αλήθεια
πως δεν γινόμαστε
άπλα αυτό μας βγαίνει
αν ήθελες κάτι να μου πεις θα καταλάβαινες πως εγώ είμαι εγώ
και εσύ είσαι στο εγώ μου
αν ήθελες κάτι να μου πεις δεν θα σώπαινες
αν ήθελες κάτι να τους πεις δεν θα σώπαινες
μα η σιωπή σου
δημιούργησε την δική μου
και έτσι πάντα σαν ένα εσύ οδηγείς εμένα,
εγώ οδηγώ εσένα
Όταν θες κάτι να πεις , μάθε να το λες
παψε σαν φυγάς, μέρος ξεχασμένης πτυχής να υπάρχεις
Οι πόλοι ενός μαγνήτη έλκουν
άλλα όχι ο ένας των άλλων.
Τελικά, ακόμα, και αν ήθελες κάτι να πεις το κράτησες
και αυτό, ίσως, δεν είναι πάντα για καλό μας
ίσως, και να 'ναι
Ανεξάρτητες και εξαρτημένες περιπτώσεις.

Αν θέλησες κάτι να μου πεις θα το ούρλιαζες
Έτσι, είναι!
Πότε δεν είναι αργά
αν θέλεις κάτι να μου πεις μίλα!
ο χρόνος τελείωσε!

...

Ημερομηνία Πρώτης Γραφής : _/01/2014







( Ιστορία λίγο "φανταστική" ... δώσεις πραγματικότητας
στιγμές που όλοι μπορεί να βιώσουμε κάποια μέρα στην ζωή μας

 Ξένος,
 λόγια που υποθηκών από τον ίδιο
ίσως, "κρότος"
"χτύπημα κοινωνίας" )


(Είχε γραφτεί σαν μέρος προσπάθειας...
Ημερομηνία Πρώτης Γραφής:  _ / 11/2013)


Τον  είδα,
περπατούσε πλάι μου
ήταν τόσο σκεφτικός σαν κάτι να τον βασάνιζε
σαν κάτι να του φώναζε ΕΙΣΑΙ ΞΕΝΟΣ.
Κατέβηκε την Πατησίων
έψαχνε, συνέχεια έψαχνε
δεν γνώριζε αν έπρεπε να τους βρει
Τι ήταν αυτό που έπρεπε να βρει δεν μου το ‘πε
Ύστερα ανέβηκε την Πανεπιστημίου,
έφτασε στο Σύνταγμα
Ήθελε να φύγει,
ήθελε να ηρεμήσει, να μείνει μόνος του και ας μην ήτανε μόνος του ποτέ
Μπήκε στο τραμ
έκατσε σε μια γωνία
Δεν κοίταζε κανέναν
μα ένιωθε χιλιάδες μάτια να τον κοιτάνε
να τον καρφώνουν
να τον δείχνουν, να τον περιγελούν
ήταν τόσο διαφορετικός
τόσο αδύναμος, φοβόταν
Άκουσε γέλια,
«Μαζί μου γελάνε» μου φώναξε
σαν σοβαρός κλόουν
Εγώ τον άκουσα,
Δεν τον άκουσε κανείς άλλος
Η ώρα περνούσε,
στο μυαλό του όλα στροβιλίζονταν
γύριζαν, μπερδεύονταν αναμεταξύ τους,
Τι να πρώτο ξεκαθαρίσει;
Μια γριά μπήκε στο τραμ, ζητούσε ελεημοσύνη
στάθηκε δίπλα του,
αυτός ούτε που την κοίταξε
μόνο τα λόγια της έφταναν σαν μήνυμα ασυρματιστή στον «κόσμο» του,
δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς δεν ήταν σε θέση
αδιαφόρησε
επιφανειακά αδιαφόρησε,
μα η σκέψη του γέμισε με, ακόμη, μεγαλύτερη οδύνη
η γριά τον έβρισε,
του μίλησε χυδαία, τον έβρισε, τον καταράστηκε
Αυτός ούτε βλεφαρό δεν κούνησε,
(για αυτόν ήταν εκείνη την στιγμή μια άξεστη γριά)
το ίδιο και εγώ, ήμασταν μαζί
αυτός οδηγούσε.
Μετά από κάποια λεπτά
χάθηκε, η φωνή της χάθηκε και αυτή το ίδιο,
μπορεί να κατέβηκε
μπορεί και όχι, απλά να αποφάσισε να σωπάσει
Σκέψεις, εικόνες, φώτα
είχε κιόλας νυχτώσει
Κοίταζε έξω, κανέναν άλλο
Μου χαμογέλασε τόσο μουντά, τόσο άχρωμα
ψέματα του φώναξα, δεν χαμογελάς
και ας μου χαμογελούσε
ήξερε, ήξερα
Ξαφνικά τον είδα να σηκώνεται,
σηκώθηκα και εγώ
Κοίταζε την θάλασσα
αποφάσισε να κατέβουμε
Είχε τόση ψύχρα εκείνη την μέρα
και κόσμο πολύ, Θυμάμαι
μα δεν δώσαμε σημασία
Περπατούσαμε
νιώθοντας την θάλασσα να μας καλεί
άκου
αυτό κάναμε
κάτσαμε σε μία γωνία δίπλα της
τόση γαλήνη
Για μια στιγμή έβγαλε το σημειωματάριο μας
Έγραψε μια φράση «Φεύγω …»
και ύστερα τον είδα να στέκεται,
να περπατά, να βουτά
να χάνεται στο βυθό της
Ήταν Ο ΙΔΙΟΣ μου Ο ΕΑΥΤΟΣ
Δεν τον ήθελαν, ήταν ξένος
μα και αυτός που έμεινα πάλι ξένος τους θυμίζει
Από τότε ταξιδεύω στις θάλασσες όταν θέλω να τον δω
ξέρω
θα ‘ναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζομαι,
‘Έγινε αερικό με φανταστικά φτερά
Ήμασταν δύο ξένοι,
έμεινα ένας
στην θάλασσα αυτός στην στεριά εγώ